Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
View word page
κακοείμων
κακοείμων κᾰκο-είμων, ονος, εἷμα ill-clad, Od.

ShortDef

ill-clad

Debugging

Headword:
κακοείμων
Headword (normalized):
κακοείμων
Headword (normalized/stripped):
κακοειμων
IDX:
16361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16375
Key:
kakoei/mwn

Data

{'content': 'κακοείμων\n κᾰκο-είμων, ονος,\n εἷμα\n ill-clad, Od.', 'key': 'kakoei/mwn'}