Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
View word page
κακόδοξος
κακόδοξος κᾰκό-δοξος, ον δόξα in ill repute: i. e., without fame, unknown, Theogn. infamous, discreditable, Eur., Xen.

ShortDef

in ill repute

Debugging

Headword:
κακόδοξος
Headword (normalized):
κακόδοξος
Headword (normalized/stripped):
κακοδοξος
IDX:
16359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16373
Key:
kako/docos

Data

{'content': 'κακόδοξος\n κᾰκό-δοξος, ον\n δόξα\n in ill repute: i. e.,\n without fame, unknown, Theogn.\n infamous, discreditable, Eur., Xen.', 'key': 'kako/docos'}