Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
View word page
κακοδοξία
κακοδοξία κᾰκοδοξία, ἡ, bad repute, infamy, Xen., Plat. from κᾰκόδοξος

ShortDef

bad repute, infamy

Debugging

Headword:
κακοδοξία
Headword (normalized):
κακοδοξία
Headword (normalized/stripped):
κακοδοξια
IDX:
16358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16372
Key:
kakodoci/a

Data

{'content': 'κακοδοξία\n κᾰκοδοξία, ἡ,\n bad repute, infamy, Xen., Plat.\n from κᾰκόδοξος', 'key': 'kakodoci/a'}