Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
View word page
κακοδοξέω
κακοδοξέω κᾰκοδοξέω, to be in bad repute, Xen.
ShortDef
to be in bad repute
Debugging
Headword:
κακοδοξέω
Headword (normalized):
κακοδοξέω
Headword (normalized/stripped):
κακοδοξεω
IDX:
16357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16371
Key:
kakodoce/w
Data
{'content': 'κακοδοξέω\n κᾰκοδοξέω,\n to be in bad repute, Xen.', 'key': 'kakodoce/w'}