Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἅλως
ἁλωτός
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
View word page
ἀλώφητος
ἀλώφητος λωφάω unremitting, Plut.
ShortDef
unremitting
Debugging
Headword:
ἀλώφητος
Headword (normalized):
ἀλώφητος
Headword (normalized/stripped):
αλωφητος
IDX:
1637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1637
Key:
a)lw/fhtos
Data
{'content': 'ἀλώφητος\n λωφάω\n unremitting, Plut.', 'key': 'a)lw/fhtos'}