Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
View word page
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονάω κᾰκοδαιμονάω, to be tormented by an evil genius, be like one possessed, Ar., Xen., etc.
ShortDef
to be tormented by an evil genius, be like one possessed
Debugging
Headword:
κακοδαιμονάω
Headword (normalized):
κακοδαιμονάω
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμοναω
IDX:
16353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16367
Key:
kakodaimona/w
Data
{'content': 'κακοδαιμονάω\n κᾰκοδαιμονάω,\n to be tormented by an evil genius, be like one possessed, Ar., Xen., etc.', 'key': 'kakodaimona/w'}