Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
View word page
κακόγλωσσος
κακόγλωσσος κᾰκό-γλωσσος, ον γλῶσσα ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.
ShortDef
ill-tongued
Debugging
Headword:
κακόγλωσσος
Headword (normalized):
κακόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
κακογλωσσος
IDX:
16352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16366
Key:
kako/glwssos
Data
{'content': 'κακόγλωσσος\n κᾰκό-γλωσσος, ον\n γλῶσσα\n ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.', 'key': 'kako/glwssos'}