Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
View word page
κακογείτων
κακογείτων κᾰκογείτων, ονος, a bad neighbour or a neighbour to his misery, Soph.
ShortDef
a bad neighbour
Debugging
Headword:
κακογείτων
Headword (normalized):
κακογείτων
Headword (normalized/stripped):
κακογειτων
IDX:
16351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16365
Key:
kakogei/twn
Data
{'content': 'κακογείτων\n κᾰκογείτων, ονος,\n a bad neighbour or a neighbour to his misery, Soph.', 'key': 'kakogei/twn'}