Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
View word page
κακόγαμβρος
κακόγαμβρος κακό-γαμβρος γόος, distress for her wretched brother-in-law, Eur.

ShortDef

for her wretched brother-in-law

Debugging

Headword:
κακόγαμβρος
Headword (normalized):
κακόγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
κακογαμβρος
IDX:
16349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16363
Key:
kako/gambros

Data

{'content': 'κακόγαμβρος\n κακό-γαμβρος γόος, distress for her wretched brother-in-law, Eur.', 'key': 'kako/gambros'}