Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
View word page
κακόβουλος
κακόβουλος κᾰκό-βουλος, ον βουλή ill-advised, Eur., Ar.
ShortDef
ill-advised
Debugging
Headword:
κακόβουλος
Headword (normalized):
κακόβουλος
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλος
IDX:
16348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16362
Key:
kako/boulos
Data
{'content': 'κακόβουλος\n κᾰκό-βουλος, ον\n βουλή\n ill-advised, Eur., Ar.', 'key': 'kako/boulos'}