Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
View word page
κακοβουλεύομαι
κακοβουλεύομαι κᾰκοβουλεύομαι, to be ill-advised, Eur. from κᾰκόβουλος

ShortDef

to be ill-advised

Debugging

Headword:
κακοβουλεύομαι
Headword (normalized):
κακοβουλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλευομαι
IDX:
16347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16361
Key:
kakobouleu/omai

Data

{'content': 'κακοβουλεύομαι\n κᾰκοβουλεύομαι,\n to be ill-advised, Eur.\n from κᾰκόβουλος', 'key': 'kakobouleu/omai'}