Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
View word page
κακόβιος
κακόβιος κᾰκό-βιος, ον living ill or poorly, Hdt., Xen.
ShortDef
living ill
Debugging
Headword:
κακόβιος
Headword (normalized):
κακόβιος
Headword (normalized/stripped):
κακοβιος
IDX:
16346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16360
Key:
kako/bios
Data
{'content': 'κακόβιος\n κᾰκό-βιος, ον\n living ill or poorly, Hdt., Xen.', 'key': 'kako/bios'}