Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
View word page
κάκκη
κάκκη .κάκκη, ἡ, ordure, dung, Ar.

ShortDef

ordure, dung

Debugging

Headword:
κάκκη
Headword (normalized):
κάκκη
Headword (normalized/stripped):
κακκη
IDX:
16345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16359
Key:
ka/kkh

Data

{'content': 'κάκκη\n .κάκκη, ἡ,\n ordure, dung, Ar.', 'key': 'ka/kkh'}