Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
View word page
κακιστέος
κακιστέος κᾰκιστέος, ον verb. adj. of κακίζω one must bring reproach on, τινά Eur.

ShortDef

one must bring reproach on

Debugging

Headword:
κακιστέος
Headword (normalized):
κακιστέος
Headword (normalized/stripped):
κακιστεος
IDX:
16343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16357
Key:
kakiste/os

Data

{'content': 'κακιστέος\n κᾰκιστέος, ον\n verb. adj. of κακίζω\n one must bring reproach on, τινά Eur.', 'key': 'kakiste/os'}