Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
κακογείτων
View word page
κακία
κακία κᾰκία, ἡ, κακός badness in quality, opp. to ἀρετή (excellence), Theogn., Soph.:—pl. κακίαι defects, Luc. cowardice, sloth, Thuc., Plat. moral badness, wickedness, vice, Plat., Xen. ill-repute, Thuc. evil suffered, NTest.

ShortDef

badness

Debugging

Headword:
κακία
Headword (normalized):
κακία
Headword (normalized/stripped):
κακια
IDX:
16341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16355
Key:
kaki/a

Data

{'content': 'κακία\n κᾰκία, ἡ,\n κακός\n badness in quality, opp. to ἀρετή (excellence), Theogn., Soph.:—pl. κακίαι defects, Luc.\n cowardice, sloth, Thuc., Plat.\n moral badness, wickedness, vice, Plat., Xen.\n ill-repute, Thuc.\n evil suffered, NTest.', 'key': 'kaki/a'}