Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καίω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμίου
View word page
κάκη
κάκη κάκη, ἡ, κᾰκός wickedness, vice, Eur., Ar., etc. baseness of spirit, cowardice, sloth, Aesch., Eur.

ShortDef

wickedness, vice

Debugging

Headword:
κάκη
Headword (normalized):
κάκη
Headword (normalized/stripped):
κακη
IDX:
16340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16354
Key:
ka/kh

Data

{'content': 'κάκη\n κάκη, ἡ,\n κᾰκός\n wickedness, vice, Eur., Ar., etc.\n baseness of spirit, cowardice, sloth, Aesch., Eur.', 'key': 'ka/kh'}