Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καιροφυλακέω
καίτοι
καίω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
κακκάω
κάκκη
κακόβιος
κακοβουλεύομαι
κακόβουλος
View word page
κακήγορος
κακήγορος κᾰκ-ήγορος, ον ἀγορεύω evil-speaking, abusive, slanderous, Pind., Plat.
ShortDef
evil-speaking, abusive, slanderous
Debugging
Headword:
κακήγορος
Headword (normalized):
κακήγορος
Headword (normalized/stripped):
κακηγορος
IDX:
16338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16352
Key:
kakh/goros
Data
{'content': 'κακήγορος\n κᾰκ-ήγορος, ον\n ἀγορεύω\n evil-speaking, abusive, slanderous, Pind., Plat.', 'key': 'kakh/goros'}