Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καί ῥα
καίριος
καιροσέων
καῖρος
καιρός
καιροφυλακέω
καίτοι
καίω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηλόγος
κάκη
κακία
κακίζω
κακιστέος
View word page
κακαγόρος
κακαγόρος Doric for κακηγόρους, acc. pl. of κακήγορος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακαγόρος
Headword (normalized):
κακαγόρος
Headword (normalized/stripped):
κακαγορος
IDX:
16333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16347
Key:
kakago/ros

Data

{'content': 'κακαγόρος\n Doric for κακηγόρους, acc. pl. of κακήγορος.', 'key': 'kakago/ros'}