Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καὶ νῦν
καίνω
καί
καίπερ
καἰ
καί ῥα
καίριος
καιροσέων
καῖρος
καιρός
καιροφυλακέω
καίτοι
καίω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακανδρία
κακέσχατος
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
View word page
καιροφυλακέω
καιροφυλακέω καιρο-φῠλᾰκέω, fut. -ήσω φύλαξ to watch for the right time, Dem.:—also, to attend on, Luc.
ShortDef
to watch for the right time
Debugging
Headword:
καιροφυλακέω
Headword (normalized):
καιροφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
καιροφυλακεω
IDX:
16328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16342
Key:
kairofulake/w
Data
{'content': 'καιροφυλακέω\n καιρο-φῠλᾰκέω,\n fut. -ήσω\n φύλαξ\n to watch for the right time, Dem.:—also, to attend on, Luc.', 'key': 'kairofulake/w'}