Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
καί
καίπερ
καἰ
καί ῥα
καίριος
καιροσέων
καῖρος
καιρός
καιροφυλακέω
καίτοι
καίω
κακάγγελος
View word page
καίπερ
καίπερ although, albeit, mostly with a part., καίπερ πολλὰ παθών Od.; often divided, καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Il.; καὶ κρατερός περ ἐών Il.; in Trag., with ὅμως added, καίπερ οὐ στέργων ὅμως Trag., etc.

ShortDef

although, albeit

Debugging

Headword:
καίπερ
Headword (normalized):
καίπερ
Headword (normalized/stripped):
καιπερ
IDX:
16321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16335
Key:
kai/per

Data

{'content': 'καίπερ\n although, albeit, mostly with a part., καίπερ πολλὰ παθών Od.; often divided, καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Il.; καὶ κρατερός περ ἐών Il.; in Trag., with ὅμως added, καίπερ οὐ στέργων ὅμως Trag., etc.', 'key': 'kai/per'}