καινουργός
καινουργός
καιν-ουργός,
ἔργω
producing changes: τὸ κ. a novelty, Luc.
{
"content": "καινουργός\n καιν-ουργός,\n ἔργω\n producing changes: τὸ κ. a novelty, Luc.",
"key": "kainourgo/s"
}