Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
καί
καίπερ
καἰ
καί ῥα
View word page
καινουργία
καινουργία καινουργία, ἡ, innovation, Isocr. from καινουργός
ShortDef
innovation
Debugging
Headword:
καινουργία
Headword (normalized):
καινουργία
Headword (normalized/stripped):
καινουργια
IDX:
16313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16327
Key:
kainourgi/a
Data
{'content': 'καινουργία\n καινουργία, ἡ,\n innovation, Isocr.\n from καινουργός', 'key': 'kainourgi/a'}