Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
καί
καίπερ
καἰ
View word page
καινουργέω
καινουργέω from καινουργός to begin something new, τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? Eur.; κ. λόγον to speak new, strange words, Eur.: to make innovations, Xen.; and

ShortDef

to begin something new

Debugging

Headword:
καινουργέω
Headword (normalized):
καινουργέω
Headword (normalized/stripped):
καινουργεω
IDX:
16312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16326
Key:
kainourge/w

Data

{'content': 'καινουργέω\n from καινουργός\n to begin something new, τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? Eur.; κ. λόγον to speak new, strange words, Eur.: to make innovations, Xen.; and', 'key': 'kainourge/w'}