Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
καί
καίπερ
View word page
καινοτόμος
καινοτόμος καινο-τόμος, ον τέμνω innovating, Arist.

ShortDef

innovating

Debugging

Headword:
καινοτόμος
Headword (normalized):
καινοτόμος
Headword (normalized/stripped):
καινοτομος
IDX:
16311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16325
Key:
kainoto/mos

Data

{'content': 'καινοτόμος\n καινο-τόμος, ον\n τέμνω\n innovating, Arist.', 'key': 'kainoto/mos'}