Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
καί
View word page
καινοτομία
καινοτομία καινοτομία, ἡ, from καινοτόμος innovation, Plut. novelty, Plut.

ShortDef

innovation

Debugging

Headword:
καινοτομία
Headword (normalized):
καινοτομία
Headword (normalized/stripped):
καινοτομια
IDX:
16310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16324
Key:
kainotomi/a

Data

{'content': 'καινοτομία\n καινοτομία, ἡ,\n from καινοτόμος\n innovation, Plut.\n novelty, Plut.', 'key': 'kainotomi/a'}