Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καικίας
καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
καὶ νῦν
καίνω
View word page
καινοτομέω
καινοτομέω καινοτομέω, fut. -ήσω from καινοτόμος τέμνω to cut fresh into, in mining, to open a new vein, Xen. metaph. to begin something new, institute anew, Ar.: absol. to make innovations in the state, Lat. res novare, Arist.; also, κ. περὶ τὰ θεῖα Plat.

ShortDef

to open a new vein (in mining); to innovate

Debugging

Headword:
καινοτομέω
Headword (normalized):
καινοτομέω
Headword (normalized/stripped):
καινοτομεω
IDX:
16309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16323
Key:
kainotome/w

Data

{'content': 'καινοτομέω\n καινοτομέω,\n fut. -ήσω\n from καινοτόμος\n τέμνω\n to cut fresh into, in mining, to open a new vein, Xen.\n metaph. to begin something new, institute anew, Ar.: absol. to make innovations in the state, Lat. res novare, Arist.; also, κ. περὶ τὰ θεῖα Plat.', 'key': 'kainotome/w'}