Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
καινόω
καί νύ κε
καίνυμαι
View word page
καινόταφος
καινόταφος καινό-τᾰφος, ον of a new tomb, Anth.

ShortDef

of a new tomb

Debugging

Headword:
καινόταφος
Headword (normalized):
καινόταφος
Headword (normalized/stripped):
καινοταφος
IDX:
16307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16321
Key:
kaino/tafos

Data

{'content': 'καινόταφος\n καινό-τᾰφος, ον\n of a new tomb, Anth.', 'key': 'kaino/tafos'}