Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἅλως
ἁλωτός
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
View word page
ἀλώπηξ
ἀλώπηξ Deriv. uncertain. a fox, Solon, Hdt., etc.

ShortDef

a fox

Debugging

Headword:
ἀλώπηξ
Headword (normalized):
ἀλώπηξ
Headword (normalized/stripped):
αλωπηξ
IDX:
1632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1632
Key:
a)lw/phc

Data

{'content': 'ἀλώπηξ\n Deriv. uncertain.\n a fox, Solon, Hdt., etc.', 'key': 'a)lw/phc'}