Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργία
καινουργός
View word page
καινοποιέω
καινοποιέω καινο-ποιέω, fut. -ήσω to make new, to bring about new things, to make changes, innovate, Luc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words art thou using? Soph.

ShortDef

to make new, to bring about new things, to make changes, innovate

Debugging

Headword:
καινοποιέω
Headword (normalized):
καινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καινοποιεω
IDX:
16304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16318
Key:
kainopoie/w

Data

{'content': 'καινοποιέω\n καινο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make new, to bring about new things, to make changes, innovate, Luc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words art thou using? Soph.', 'key': 'kainopoie/w'}