Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
καινουργέω
View word page
καινοπηγής
καινοπηγής καινο-πηγής, ές πήγνυμι newly put together, newmade, Aesch.
ShortDef
newly put together, newmade
Debugging
Headword:
καινοπηγής
Headword (normalized):
καινοπηγής
Headword (normalized/stripped):
καινοπηγης
IDX:
16302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16316
Key:
kainophgh/s
Data
{'content': 'καινοπηγής\n καινο-πηγής, ές\n πήγνυμι\n newly put together, newmade, Aesch.', 'key': 'kainophgh/s'}