Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
καινίζω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινός
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτομία
καινοτόμος
View word page
καινοπαθής
καινοπαθής καινο-πᾰθής, ές παθεῖν newly suffered: unheard of, Soph.

ShortDef

newly suffered: unheard of

Debugging

Headword:
καινοπαθής
Headword (normalized):
καινοπαθής
Headword (normalized/stripped):
καινοπαθης
IDX:
16301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16315
Key:
kainopaqh/s

Data

{'content': 'καινοπαθής\n καινο-πᾰθής, ές\n παθεῖν\n newly suffered: unheard of, Soph.', 'key': 'kainopaqh/s'}