Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἁλωάς
ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἅλως
ἁλωτός
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
View word page
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκίς = κυναλώπηξ, Xen. a foxskin cap, Xen.
ShortDef
a foxskin cap
Debugging
Headword:
ἀλωπεκίς
Headword (normalized):
ἀλωπεκίς
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκις
IDX:
1631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1631
Key:
a)lwpeki/s
Data
{'content': 'ἀλωπεκίς\n = κυναλώπηξ, Xen.\n a foxskin cap, Xen.', 'key': 'a)lwpeki/s'}