Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιστάνω
καθιστάω
καθίστημι
κάθοδος
καθόλου
καθομιλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθό
καθοδηγέω
View word page
καθιππεύω
καθιππεύω fut. σω = καθιππάζομαι, 2, Eur.
ShortDef
ride over, overrun with horse, trample
Debugging
Headword:
καθιππεύω
Headword (normalized):
καθιππεύω
Headword (normalized/stripped):
καθιππευω
IDX:
16263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16276
Key:
kaqippeu/w
Data
{'content': 'καθιππεύω\n fut. σω\n = καθιππάζομαι, 2, Eur.', 'key': 'kaqippeu/w'}