Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιστάνω
καθιστάω
καθίστημι
κάθοδος
καθόλου
καθομιλέω
καθομολογέω
View word page
καθικνέομαι
καθικνέομαι fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην Dep., to come down to: metaph. to reach, touch, με καθίκετο πένθος Od.; καθίκεο θυμόν hast touched my heart, Il.; κάρα μου καθίκετο came down upon my head, Soph.

ShortDef

to come down to

Debugging

Headword:
καθικνέομαι
Headword (normalized):
καθικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
καθικνεομαι
IDX:
16260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16273
Key:
kaqikne/omai

Data

{'content': 'καθικνέομαι\n fut. -ίξομαι\n aor2 -ῑκόμην\n Dep., to come down to: metaph. to reach, touch, με καθίκετο πένθος Od.; καθίκεο θυμόν hast touched my heart, Il.; κάρα μου καθίκετο came down upon my head, Soph.', 'key': 'kaqikne/omai'}