Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθηλόω
κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιστάνω
καθιστάω
καθίστημι
κάθοδος
καθόλου
καθομιλέω
View word page
καθικετεύω
καθικετεύω Ionic κατ- fut. σω to beg earnestly, Eur. to offer earnest prayers, Hdt.

ShortDef

to beg earnestly

Debugging

Headword:
καθικετεύω
Headword (normalized):
καθικετεύω
Headword (normalized/stripped):
καθικετευω
IDX:
16259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16272
Key:
kaqiketeu/w

Data

{'content': 'καθικετεύω\n Ionic κατ-\n fut. σω\n to beg earnestly, Eur.\n to offer earnest prayers, Hdt.', 'key': 'kaqiketeu/w'}