Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
καθηλιάζω
καθηλόω
κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
View word page
καθημέριος
καθημέριος day by day, daily (καθʼ ἡμέραν) , Eur.:—later also καθημερινός, ή, όν, Plut. on this day, Soph.
ShortDef
day by day, daily
Debugging
Headword:
καθημέριος
Headword (normalized):
καθημέριος
Headword (normalized/stripped):
καθημεριος
IDX:
16251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16264
Key:
kaqhme/rios
Data
{'content': 'καθημέριος\n day by day, daily (καθʼ ἡμέραν) , Eur.:—later also καθημερινός, ή, όν, Plut.\n on this day, Soph.', 'key': 'kaqhme/rios'}