Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
καθηλιάζω
καθηλόω
κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
View word page
καθηλόω
καθηλόω fut. ώσω to nail on or to, Plut.
ShortDef
to nail on
Debugging
Headword:
καθηλόω
Headword (normalized):
καθηλόω
Headword (normalized/stripped):
καθηλοω
IDX:
16249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16262
Key:
kaqhlo/w
Data
{'content': 'καθηλόω\n fut. ώσω\n to nail on or to, Plut.', 'key': 'kaqhlo/w'}