ἀλωπέκειος
ἀλωπέκειος
ἀλώπηξ
of a fox: ἀλωπεκέη, Attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.
{
"content": "ἀλωπέκειος\n ἀλώπηξ\n of a fox: ἀλωπεκέη, Attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.",
"key": "a)lwpe/keios"
}