Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλφιταμοιβός
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφός
Ἁλωάς
ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἅλως
ἁλωτός
View word page
ἀλωπέκειος
ἀλωπέκειος ἀλώπηξ of a fox: ἀλωπεκέη, Attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.

ShortDef

of a fox

Debugging

Headword:
ἀλωπέκειος
Headword (normalized):
ἀλωπέκειος
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκειος
IDX:
1626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1626
Key:
a)lwpe/keios

Data

{'content': 'ἀλωπέκειος\n ἀλώπηξ\n of a fox: ἀλωπεκέη, Attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.', 'key': 'a)lwpe/keios'}