Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
καθηλιάζω
καθηλόω
κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
καθιερεύω
καθιερόω
View word page
καθηγεμών
καθηγεμών καθ-ηγεμών, όνος, a leader, a guide, Hdt.

ShortDef

a leader, a guide

Debugging

Headword:
καθηγεμών
Headword (normalized):
καθηγεμών
Headword (normalized/stripped):
καθηγεμων
IDX:
16244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16257
Key:
kaqhgemw/n

Data

{'content': 'καθηγεμών\n καθ-ηγεμών, όνος,\n a leader, a guide, Hdt.', 'key': 'kaqhgemw/n'}