Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
καθηλιάζω
καθηλόω
κάθημαι
καθημέριος
καθιδρύω
View word page
καθεψιάομαι
καθεψιάομαι Dep., to mock at, Lat. illudere, c. gen., Od.
ShortDef
to mock at
Debugging
Headword:
καθεψιάομαι
Headword (normalized):
καθεψιάομαι
Headword (normalized/stripped):
καθεψιαομαι
IDX:
16242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16255
Key:
kaqeyia/omai
Data
{'content': 'καθεψιάομαι\n Dep., to mock at, Lat. illudere, c. gen., Od.', 'key': 'kaqeyia/omai'}