καθευδητέος
καθευδητέος
καθευδητέος, ον
verb. adj. of καθεύδω
one must sleep, Plat.
{
"content": "καθευδητέος\n καθευδητέος, ον\n verb. adj. of καθεύδω\n one must sleep, Plat.",
"key": "kaqeudhte/os"
}