Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
καθηλιάζω
καθηλόω
View word page
καθευδητέος
καθευδητέος καθευδητέος, ον verb. adj. of καθεύδω one must sleep, Plat.

ShortDef

one must sleep

Debugging

Headword:
καθευδητέος
Headword (normalized):
καθευδητέος
Headword (normalized/stripped):
καθευδητεος
IDX:
16239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16252
Key:
kaqeudhte/os

Data

{'content': 'καθευδητέος\n καθευδητέος, ον\n verb. adj. of καθεύδω\n one must sleep, Plat.', 'key': 'kaqeudhte/os'}