Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
καθήκω
View word page
καθεστῶτα
καθεστῶτα καθεστῶτα, ων, τά, syncop. for καθεστηκότα, perf. part. pl. neut. of καθίστημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθεστῶτα
Headword (normalized):
καθεστῶτα
Headword (normalized/stripped):
καθεστωτα
IDX:
16237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16250
Key:
kaqestw=ta

Data

{'content': 'καθεστῶτα\n καθεστῶτα, ων, τά,\n syncop. for καθεστηκότα, perf. part. pl. neut. of καθίστημι.', 'key': 'kaqestw=ta'}