καθεστῶτα
καθεστῶτα
καθεστῶτα, ων, τά,
syncop. for καθεστηκότα, perf. part. pl. neut. of καθίστημι.
{
"content": "καθεστῶτα\n καθεστῶτα, ων, τά,\n syncop. for καθεστηκότα, perf. part. pl. neut. of καθίστημι.",
"key": "kaqestw=ta"
}