Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηδυπαθέω
View word page
καθεστηκότως
καθεστηκότως part. perf. act. of καθίστημι, steadily, calmly, Arist.

ShortDef

steadily, calmly

Debugging

Headword:
καθεστηκότως
Headword (normalized):
καθεστηκότως
Headword (normalized/stripped):
καθεστηκοτως
IDX:
16236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16249
Key:
kaqesthko/tws

Data

{'content': 'καθεστηκότως\n part. perf. act. of καθίστημι,\n steadily, calmly, Arist.', 'key': 'kaqesthko/tws'}