Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμών
καθηγέομαι
View word page
καθέρπω
καθέρπω aor1 καθείρπυσα to creep down, Ar., Xen.

ShortDef

to creep down

Debugging

Headword:
καθέρπω
Headword (normalized):
καθέρπω
Headword (normalized/stripped):
καθερπω
IDX:
16235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16248
Key:
kaqe/rpw

Data

{'content': 'καθέρπω\n aor1 καθείρπυσα\n to creep down, Ar., Xen.', 'key': 'kaqe/rpw'}