Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
καθευρίσκω
View word page
καθέλκω
καθέλκω fut. -έλξω Ar. fut. -ελκύσω aor1 καθείλκυσα perf. -είλκυκα Pass., aor1 -ειλκύσθην perf. -είλκυσμαι of ships, to draw them to the sea, launch them, Lat. deducere, Hdt., Attic to draw down or depress the scale, Ar.

ShortDef

to draw

Debugging

Headword:
καθέλκω
Headword (normalized):
καθέλκω
Headword (normalized/stripped):
καθελκω
IDX:
16231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16244
Key:
kaqe/lkw

Data

{'content': 'καθέλκω\n fut. -έλξω\n Ar. fut. -ελκύσω\n aor1 καθείλκυσα\n perf. -είλκυκα\n Pass., aor1 -ειλκύσθην\n perf. -είλκυσμαι\n of ships, to draw them to the sea, launch them, Lat. deducere, Hdt., Attic\n to draw down or depress the scale, Ar.', 'key': 'kaqe/lkw'}