Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
καθεύδω
View word page
καθελίσσω
καθελίσσω Ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.

ShortDef

to wrap with bandages, enfold, swathe

Debugging

Headword:
καθελίσσω
Headword (normalized):
καθελίσσω
Headword (normalized/stripped):
καθελισσω
IDX:
16230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16243
Key:
kaqeli/ssw

Data

{'content': 'καθελίσσω\n Ionic κατ-ειλίσσω\n fut. ξω\n to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.', 'key': 'kaqeli/ssw'}