Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
καθευδητέος
View word page
καθεκτός
καθεκτός καθ-εκτός, κατέχω to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.
ShortDef
to be held back
Debugging
Headword:
καθεκτός
Headword (normalized):
καθεκτός
Headword (normalized/stripped):
καθεκτος
IDX:
16229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16242
Key:
kaqekto/s
Data
{'content': 'καθεκτός\n καθ-εκτός,\n κατέχω\n to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.', 'key': 'kaqekto/s'}