Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθεστηκότως
καθεστῶτα
κάθετος
View word page
καθεκτέος
καθεκτέος καθεκτέος, ον verb. adj. of κατέχω one must keep back, Plut.

ShortDef

one must keep back

Debugging

Headword:
καθεκτέος
Headword (normalized):
καθεκτέος
Headword (normalized/stripped):
καθεκτεος
IDX:
16228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16241
Key:
kaqekte/os

Data

{'content': 'καθεκτέος\n καθεκτέος, ον\n verb. adj. of κατέχω\n one must keep back, Plut.', 'key': 'kaqekte/os'}