Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφός
Ἁλωάς
ἁλωεινός
ἀλωή
ἁλωίτης
ἅλων
ἀλωπέκειος
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
View word page
ἁλωίτης
ἁλωίτης a thresher, husbandman, Anth.

ShortDef

a thresher, husbandman

Debugging

Headword:
ἁλωίτης
Headword (normalized):
ἁλωίτης
Headword (normalized/stripped):
αλωιτης
IDX:
1624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1624
Key:
a(lwi/ths

Data

{'content': 'ἁλωίτης\n a thresher, husbandman, Anth.', 'key': 'a(lwi/ths'}