Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθέδρα
καθείμαρται
καθείργνυμι
καθέζομαι
καθεῖς
καθεκτέος
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
View word page
καθείμαρται
καθείμαρται perf. pass., used impers. it is ordained to oneʼs ruin, Plut., Luc.

ShortDef

it is ordained to one's ruin

Debugging

Headword:
καθείμαρται
Headword (normalized):
καθείμαρται
Headword (normalized/stripped):
καθειμαρται
IDX:
16224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16237
Key:
kaqei/martai

Data

{'content': 'καθείμαρται\n perf. pass., used impers. it is ordained to oneʼs ruin, Plut., Luc.', 'key': 'kaqei/martai'}